Η Κυνουρία είναι ιστορική περιοχή και επαρχία του νομού Αρκαδίας. Περιλαμβάνει το παραθαλάσσιο τμήμα του νομού και τις βόρειες πλαγιές του Πάρνωνα. Διοικητικά η Κυνουρία χωρίζεται σήμερα σε δύο δήμους, τους δήμους Βόρειας Κυνουρίας και Νότιας Κυνουρίας. Οι σημαντικότεροι οικισμοί της Κυνουρίας είναι το Λεωνίδιο, το Άστρος και ο Τυρός. Παλαιότερες έδρες της επαρχίας υπήρξαν εκτός από το Άστρος και το Λεωνίδιο οι ορεινοί οικισμοί Άγιος Πέτρος και Πραστός. Ένα τμήμα της Κυνουρίας περιλαμβάνει τα χωριά των Τσακώνων, πληθυσμιακής ομάδας που είναι ομιλητές της Τσακώνικης διαλέκτου. Η περιοχή τους καταλαμβάνει μέρος του νότιου κυρίως τμήματος της επαρχίας.
Στην αρχαιότητα η Κυνουρία ήταν η χώρα των Κυνουρέων, λαός πιθανόν Ιωνικής καταγωγής. Μετά την κάθοδο των Δωριέων στην Κυνουρία εγκαταστάθηκαν Δωριείς. Το κράτος της Κυνουρίας έγινε σύντομα στόχος των ισχυρών γειτόνων του, των Σπαρτιατών, των Αργείων και των Αρκάδων Τεγεατών. Αποτέλεσε κυρίως μήλο της έριδος μεταξύ των Σπαρτιατών και των Αργείων, καθώς βρισκόταν ανάμεσα στα δύο κράτη. Παρά την έντονη πίεση των γειτόνων της η Κυνουρία πρέπει να παρέμενε ανεξάρτητη μέχρι την εποχή του Αργείου Τυράννου Φείδωνα οπότε και πέρασε στην κυριαρχία του Άργους. Το Άργος τότε βρισκόταν στη μέγιστη ακμή του. Μετά τη Φείδωνα εποχή όμως το Άργος άρχισε σταδιακά να παρακμάζει ενώ η Σπάρτη ισχυροποιούταν.
Η τύχη της Κυνουρίας φαίνεται να κρίθηκε οριστικά ο 546 π.Χ., στη μάχη της Θυρέας ή μάχη των εξακοσίων επιλέκτων, οπότε η Σπάρτη επικράτησε του Άργους και απέκτησε τον έλεγχο της Κυνουρίας. Η Κυνουρία παρέμεινε Σπαρτιατική μέχρι το 338 π.Χ.. Την χρονιά αυτή ο Φίλιππος Β΄ απέδωσε την βόρεια Κυνουρία στους Αργείους ενώ η νότια περιόχη των Πρασιών και του Τυρού η οποία ήταν το φυσικό σύνορο της αρχαίας Σπάρτης παρέμεινε στη Σπάρτη.
Σημαντικές πόλεις της αρχαίας Κυνουρίας ήταν η Θυρέα και η Ανθήνη από την Βόρεια Kυνουρία και οι Πρασιές, ο Τυρός, η Πολίχνη, η Γλυπία και το Μαριό στην Nότια Kυνουρία.
Θυρέα – Eύα
H Eύα ήταν χτισμένη κοντά στην I.M. της Λουκούς όπου κατά την αρχαιότητα υπήρχε ιερό του Πολεμοκράτη. Στην Eύα αγόρασε κτήματα ο διάσημος σοφιστής και πολιτικός Hρώδης ο Aττικός το 2ο αιώνα μ.X. και έκτισε την περίφημη έπαυλή του.
Πρασιές – Βρασιές
Σημαντικό κέντρο της Νότιας Kυνουρίας κατά την αρχαιότητα ήταν η κώμη των Πρασιών ή Bρασιών. Oι Πρασιές τοποθετούνται πάνω από το λιμάνι της Πλάκας Λεωνιδίου στο λόφο του Aγίου Aθανασίου.
Απόλλωνα Τυρίτα
Πληροφορίες για την Κυνουρία στα Αρχαϊκά χρόνια, αντλούμε κυρίως από τα αναθήματα δύο μεγάλων ιερών, του Απόλλωνα Τυρίτα, ανάμεσα στα Μέλανα και στον Τυρό, και του Μαλεάτα στον Κοσμά, από ευρήματα τάφων της πόλης των Πρασιών στο Λεωνίδιο και των οικισμών στα Μαρμαράλωνα στο Ξεροκάμπι και στο Κουτρί Άνω Μελιγούς (από όπου και το μαρμάρινο κεφαλάκι της Μελιγούς, τώρα στην Κοπεγχάγη). Από τον 8ο αιώνα και έπειτα την Κυνουρία διεκδικούν με πείσμα οι Σπαρτιάτες και οι Αργείοι. Μετά από αλλεπάλληλες συγκρούσεις φθάνουμε σε μία από τις συγκλονιστικότερες μάχες της ελληνικής ιστορίας, τη μάχη που δόθηκε το 546π.χ. και έμεινε στην ιστορία ως «μάχη της Θυρέας» ή «μάχη των εξακοσίων επίλεκτων» στην οποία νικητές αναδείχθηκαν οι Σπαρτιάτες. Μετά από αυτή τη μάχη, ολόκληρη η Κυνουρία εντάσσεται στην επικράτεια της Σπάρτης και ακολουθεί την τύχη της ως το 338 π.Χ.
Τσακωνιά
Η Τσακωνιά βρίσκεται στα ανατολικά του Νομού Αρκαδίας και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του ανατολικού Πάρνωνα.
Καλύπτει το ένα τρίτο της Επαρχίας της Κυνουρίας ξεκινώντας από τη γραμμή της ακτής του Αγίου Ανδρέα καταλήγοντας στον Αργολικό κόλπο.
Τα Τσακωνοχώρια είναι: ο Πραστός, η Σίταινα, η Καστάνιτσα, ο Άγιος Ανδρέας, ο Τυρός, τα Πέρα Μέλανα, η Πραγματευτή, η Σαμπατική, το Λιβάδι, η Βασκίνα και το Λεωνίδιο.
Στις περιοχές αυτές ζουν οι Τσάκωνες, μια φυλή που έλκει την καταγωγή της από τους αρχαίους Δωριείς και κατάφερε να διατηρήσει ως σήμερα την διάλεκτο της, την τσακώνικη. Σήμερα η γλώσσα μιλιέται κυρίως από ηλικιωμένους ανθρώπους.
Πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί για την σημασία του τοπωνυμίου Τσακωνιά αλλά και του ονόματος Τσάκωνες, ορισμένες από αυτές είναι οι εξής: ο ορεινός και δύσβατος τόπος, οι έξω-Λάκωνες, οι αχθοφόροι, οι τζέκονες – το επίλεκτο σώμα του Βυζαντινού στρατού που χρησιμοποιούνταν ως καστροφύλακες και ήταν ξακουστοί για τις στρατιωτικές τους ικανότητες (σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο στο Χρονικό της Μονεμβασιάς).
Τσακώνικη Eνδυμασία-Τζουμπές
Η γυναικεία τσακώνικη ενδυμασία ονομάζεται τζουμπές. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το εξωτερικό κόκκινο ζιπούνι από τσόχα που φορούσαν οι Τσακώνισσες παλιότερα ως γαμήλιο ένδυμα και αργότερα σε γιορτές. Αρχικά οι πλούσιες Πραστιώτισσες φορούσαν τον τζουμπέ τονίζοντας με αυτό τον τρόπο την ανώτερη κοινωνική τους θέση. Ο τζουμπές αποτελείται: από το όγκιουμα – το πουκάμισο, το βραχάνι – το φουστάνι σε πράσινο ή λαδοπράσινο χρώμα, το ζιπούνι – μικρή ζακέτα με μακριά και φαρδιά μανίκια (τα καλκάνια), το μαγλίκι – το μεταξωτό μαντήλι, τη ζώστρα – που πάνω της τοποθετείται το ασημοζούναρο και το φέσι.
Τσακώνικος Xορός
Ο Τσακώνικος χορός είναι ένας κλειστός κυκλικός χορός με αρχαία προέλευση,όπου ο αριστερός αγκώνας του πρώτου χορευτή τοποθετείται πάνω από το δεξί του δεύτερου με τα δάχτυλα σταυρωτά και σφιγμένα. Πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί για την προέλευση και την καταγωγή του τσακώνικου χορού. Ο Σ. Καρράς υποστήριξε πως αναπαριστά την πάλη του Απόλλωνα με τον Πύθωνα, το φίδι που προστάτευε το ιερό της Γαίας στους Δελφούς ενώ άλλη άποψη είναι πως συμβολίζει την έξοδο του Θησέα από τον λαβύρινθο με την βοήθεια του μίτου της Αριάδνης.
Τσακώνικη Διάλεκτος
Εξαιτίας του ορεινού και δύσβατου χαρακτήρα της η περιοχή κατάφερε να διατηρήσει ακέραια σε μεγάλο βαθμό την τοπική της διάλεκτο, την τσακώνικη. Η επιστήμη της γλωσσολογίας
υποστηρίζει πως η τσακώνικη διάλεκτος είναι επιβίωση της αρχαίας δωρικής και συγκεκριμένα παραφθορά της νεολακωνικής. Η τσακώνικη διάλεκτος χωρίζεται σε δύο ιδιώματα: α) το βόρειο (Καστάνιτσα, Σίταινα) και β) το νότιο (Λεωνίδιο, Τυρός, Πέρα Μέλανα, Πραγματευτή, Σαμπατική, Λιβάδι, Άγιο Ανδρέα, Πραστό, Βασκίνα, Παλιόχωρα). Ως φιλαπόδημος λαός οι Τσάκωνες κατά τους Βυζαντινούς χρόνους δημιούργησαν παροικίες στα μικρασιατικά παράλια της Προποντίδας με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα τρίτο ιδίωμα, τα τσακώνικα της Προποντίδας , τα οποία μιλούσαν ως τα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής στα χωριά Βάτκα και Χαβουτσί. Κύρια χαρακτηριστικά της διαλέκτου είναι: α) η μετατροπή του τελικού ς σε ρ (ρωτακισμός, τίνος εἶσαι→τσοῦνερ→ἔσι) όταν ακολουθεί φωνήεν, β) η αντικατάσταση του ιωνικού η από το δωρικό α μήτηρ→μάτη), γ) η αποβολή του τελικούς, δ) η τροπή του θ σε ρ (θηγάτηρ→σάτη), κ.ά.
Για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε το link: https://tsakonika.online/
Οι Τσάκωνες
Οι Τσάκωνες έδειξαν υψηλό πατριωτικό φρόνημα καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής ιστορίας. Χαρακτηριστικά στη διάρκεια της επανάστασης του 1821 Τσάκωνες, υπήρξαν μέλη της Φιλικής
Εταιρείας και συμμετείχαν στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, της Μονεμβασιάς και σε άλλες σπουδαίες μάχες. Πρωτεύουσα της Τσακωνιάς υπήρξε ο Πραστός ως το 1826 όπου και πυρπολήθηκε από τον Ιμπραήμ Πασά και οι κάτοικοι του ξεχύθηκαν στα χειμερινά χειμαδιά τους, κυρίως στην εύφορη πεδιάδα του Λεωνιδίου. Έπειτα από την απελευθέρωση της Ελλάδας τα τσακωνοχώρια μοιράστηκαν μεταξύ των δήμων Λιμναίων, Βρασιών και Σιταίνης ενώ μετά το 1840 μεταξύ των δήμων Λιμναίων (με έδρα το Λεωνίδιο) και Βρασιών (με έδρα τον Πραστό). Από τότε ως σήμερα οι Τσάκωνες διατήρησαν την πολιτισμική τους ταυτότητα αναλλοίωτη και ασχολήθηκαν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τις καλλιέργειες και το θαλάσσιο εμπόριο.